αλκαννίνη

αλκαννίνη
ή αγχουσίνη ή ερυθρό τής αλκάννας Χημ.
ερυθρή χρωστική με μοριακό τύπο C16H16O5, η οποία βρίσκεται κυρίως στις ρίζες ενός είδους τού φυτού Αλκάννα* (Α. tinctoria).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alkannin < alkann- (< νεολατιν. alkanna, πρβλ. αλκάννα) + κατάλ. -in (πρβλ. -ίνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”